- πρίωσις
- πρίωσις [pron. full] [ῑ], ιος, ἁ,A sawing, IG42(1).109 ii 153 (Epid., iii B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πρίωσις — ώσεως, και ιων. τ. γεν. ιος, ἡ, Α πριόνισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρίω «πριονίζω» μέσω ενός αμάρτυρου ενεστ. *πριῶ, όω (βλ. και λ. πριῶ)] … Dictionary of Greek
πριώ — όω ή ώω, Α (αμάρτυρος τ.) κόβω, διχοτομώ με πριόνι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο συνηρημένος τ. πριῶ, τού ρ. πρίω αμάρτυρος στον ενεστ., απαντά μόνο στο γ εν. τής υποτ. πριῷ και στον μέλλ. πριωσεῖ. Οι τ. αυτοί μάς οδηγούν σε έναν ενεστ. πριώ, ο οποίος μπορεί να… … Dictionary of Greek